ἀκάν — ἀκά̱ν , ἀκή point fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκαν — Ἄκᾱν , Ἄκης masc acc sg (epic doric aeolic) Ἄκης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek
άκαινα — ἄκαινα, η (AM) 1. μυτερό όργανο, βουκέντρα 2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια μσν. μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και… … Dictionary of Greek
άκανος — ἄκανος, ο (Α) 1. είδος αγκαθιού 2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα *ακ «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα*, ἀκόνη* ἄκων, ἀκόντιον*, που συνδέονται όλες… … Dictionary of Greek
ακαλανθίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της μακεδονικής Ημαθίας, Πιερία. Αυτή και οι οκτώ άλλες αδελφές της μεταμορφώθηκαν σε κίσσες, επειδή καυχήθηκαν πως τραγουδούσαν καλύτερα από τις εννέα Μούσες. * * * ἀκαλανθίς ( ίδος), η (Α) 1. αρχαία ελλην.… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ԱԿՔԱՆ — ( ) NBH 1 0027 Chronological Sequence: Early classical, 5c գ. ԱԿՔԱՆ որ եւ ԵԿՔԱՆ, եւ ՈՔՈԶ. ἅκαν, ἁκχούχ եբր. խօխա carduus, spina Թուփ փշալից. թերեւս կէվէ կամ տէվէ թիփէնի: ՟Դ. Թագ. ՟Ժ՟Ե. 9: *Ակքանն բանջար ինչ է, եւ կամ թուփ փոքրիկ՝ նման մորի կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)